άσιαχτος

άσιαχτος
άσιαχτος, -η, -ο και άσαχτος, -η, -ο
ακατασκεύαστος, ατακτοποίητος, ασυγύριστος: Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν ακόμη άσιαχτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άσιαχτος — και άσιαστος και άσαστος, η, ο [σιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ισιώσει («άσιαχτη βέργα») 2. ο ασυγύριστος, ο ατακτοποίητος 3. ο μισοτελειωμένος («άσιαχτο σπίτι») 4. αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”